Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Å άνγκστρεμ, μονάδα

     [Å άνγκστρεμ γιούνιτ]    
Å Ångström unit

         

Ερμηνεία:

Διεθνής μονάδα μέτρησης του μήκους κύματος, που ισούται με το δεκατ-εκατομμυριστό του χιοστομέτρου. Χρησιμοποιείται ειδικά στη μέτρηση του μήκους κύματος των ακτινοβολιών.



Ετυμολογία:

Αnders J. Ångström, Σουηδός φυσικός (1814-1874)

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Sub-Ångstrom Conformational Changes of a Single Molecule Captured by AFM Variance Analysis Kirstin A. Walther, Jasna Brujić, Hongbin Li, Julio M. Fernández. Biophys J. 2006 May 15; 90(10): 3806–3812. Published online 2006 February 24. 


Συνώνυμα:







© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φυσική: